- ζεν-πρεμιέ
- ηθοποιός κατάλληλος να παίζει ρόλους γοητευτικού νέου άνδρα, συνήθως εραστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jeune premier].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… … Dictionary of Greek
Μυράτ, Μήτσος — (Σμύρνη 1878 – Αθήνα 1964). Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και κατόπιν φιλολογία και θεατρική τέχνη στο Παρίσι. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή, το 1900, στη Σμύρνη με τον θίασο του Δημήτριου Κοτοπούλη· τον ίδιο χρόνο… … Dictionary of Greek
Ντε Σίκα, Βιτόριο — (Vittorio de Sica, Σόρα, Φροζινόνε 1901 – Παρίσι 1974). Ιταλός σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το 1923 μπήκε στον θίασο της Τατιάνας Παύλοβα, εγκαινιάζοντας έτσι μια πολύχρονη θεατρική σταδιοδρομία που τον έφερε σε… … Dictionary of Greek